- Ἀσιανόν
- Ἀσιᾱνόν , ἈσιανόςAsiamasc acc sgἈσιᾱνόν , ἈσιανόςAsianeut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κέρσα — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «Ἀσιανόν νόμισμα». [ΕΤΥΜΟΛ. Αν πρόκειται για ελλ. προελεύσεως λ., πιθ. να συνδέεται με το κείρω «κόβω» (προβλ. και κέρμα)] … Dictionary of Greek